Το πρώην ταμείο που έχει απασχολήσει περισσότερο τους εμπλεκόμενους στα θέματα των συντάξεων είναι αυτό του ΟΓΑ. Στον φορέα αυτό εντάσσονται όσοι εργάζονται σε τομείς της αγροτικής οικονομίας, όπως γεωργοί, κτηνοτρόφοι και αλιείς μεταξύ άλλων. Ο ΟΓΑ, λοιπόν, διέπεται από μία σειρά καταστατικών διατάξεων που δυσχεραίνουν τις αποφάσεις συνταξιοδότησης και καθυστερούν την έκδοση των συντάξεων.
Αρχικά, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως η ιστορία του ΟΓΑ είναι «διασπασμένη» σε τρία κομμάτια. Το πρώτο αφορά τον κλάδο βασικής ασφάλισης από την έναρξη λειτουργίας του φορέα έως και 31/12/1987, όπου δεν καταβαλλόταν ασφαλιστικές εισφορές. Από 1/1/1988 έως και 31/12/1997 εισάγεται ο κλάδος της πρόσθετης ασφάλισης με προαιρετική καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και από 1/1/1998 έως και τη συγκέντρωση των ταμείων σε ένα ενιαίο (e-efka) το 2017, τον κλάδο της κύριας ασφάλισης που καθίσταται υποχρεωτική για όλα τα ασφαλιστέα επαγγέλματα του ΟΓΑ. Οι τρεις αυτοί διαφορετικοί κλάδοι, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών κατά τη διάρκεια της ισχύος του κλάδου πρόσθετης ασφάλισης έχουν δημιουργήσει αρκετή σύγχυση, καθώς δεν σχετίζονται μόνο με τη θεμελίωση δικαιώματος, αλλά διαμορφώνουν και το καταληκτικό ποσό της σύνταξης.
Έτσι, η σύνταξη του ΟΓΑ δεν αποτελείται από δύο – εθνική και ανταποδοτική – αλλά από 4 συντάξεις! Το πρώτο τμήμα είναι μη-ανταποδοτικό και ονομάζεται «βασική σύνταξη» που αφορά μόνον όσους έχουν 15 έτη ασφάλισης αποκλειστικά στον ΟΓΑ ή 25 χρόνια απασχόλησης σε αγροτικές εργασίας από το 21ο έτος της ηλικίας τους. Το ποσό ανέρχεται σε 360€ και βαίνει μειούμενο μέσω ποσοστών ανάλογα με το έτος από το 2003, ενώ θα έχει μηδενιστεί μέχρι το 2027. Το δεύτερο τμήμα καλείται «κύρια σύνταξη» και έχει να κάνει με τις εισφορές στον κλάδο κύριας ασφάλισης, με τη μηνιαία σύνταξη να υπολογίζεται με ποσοστό 2% στο σύνολο των ποσών που έχουν καταβληθεί στις ανάλογες ασφαλιστικές κατηγορίες. Παράλληλα, υπάρχει προσαύξηση με τις εισφορές στον κλάδο πρόσθετης ασφάλισης, ενώ αν ο ασφαλισμένος είχε επιλέξει τη μη-καταβολή, τότε μπορεί να αναγνωρίσει τα χρόνια αυτά ως πλασματικά τόσο για τη θεμελίωση όσο και για την προσαύξηση. Τα άλλα δύο τμήματα, τέλος, είναι οι γνωστές συντάξεις όλων των υπόλοιπων φορέων, ήτοι η εθνική και η ανταποδοτική.
Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2031 η σύνταξη του ΟΓΑ θα αποτελείται μόνο από το εθνικό και το ανταποδοτικό κομμάτι, καθώς τα άλλα δύο θα έχουν μηδενιστεί σταδιακά μέσω των ποσοστών. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως η αγροτική οικονομία χαρακτηρίζεται από σύνθετες διατάξεις που χάνονται μέσα στις ξεχασμένες στοίβες εκκρεμών αποφάσεων.
Το μοναδικό πλεονέκτημα που διαφοροποιεί τον ΟΓΑ από όλα τα υπόλοιπα πρώην ταμεία είναι η δυνατότητα του υποψήφιου συνταξιούχου, εφόσον το επιθυμεί να συνεχίσει την απασχόλησή του. Κατά τη συμπλήρωση της αίτησης συνταξιοδότησης ο ασφαλισμένος ερωτάται αν επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται. Τότε το συνολικό καταβληθέν ποσό μειώνεται κατά 30% για όλο το διάστημα απασχόλησης σε εργασία που υπόκειται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ. Μάλιστα, αν πρόκειται για φορέα της γενικής κυβέρνησης διακόπτεται πλήρως η καταβολή σύνταξης. Οι ασφαλισμένοι, όμως του ΟΓΑ, έχουν το προνόμιο, εφόσον το επιθυμούν – και το δηλώσουν, βέβαια, στην αίτηση συνταξιοδότησης – να συνεχίσουν να απασχολούνται σε αγροτικές εργασίες χωρίς τη μείωση του συνολικού ποσού.
Καταληκτικά, καθίσταται φανερό πως η αγροτική οικονομία, που αποτελεί έναν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, δεν αντιμετωπίζεται ισάξια και δίκαια. Οι ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ καταλήγουν τελικά με ένα συνολικό ποσό που έχει περάσει από μία διαδικασία μειώσεων που δεν έχουν καμία λογική και στηρίζονται σε επιλογές του ασφαλισμένου για καταβολή ή όχι εισφορών που τελικά επιδρούν στο τελικό αποτέλεσμα. Βέβαια, η προσπάθεια για την ίση αντιμετώπιση των ασφαλισμένων στο εν λόγω ταμείο έχει ξεκινήσει με τη σταδιακή υποχώρηση των δύο συντάξεων (βασική και κύρια) και την αντικατάστασή τους από την εθνική και ανταποδοτική. Ας ελπίσουμε η μετάβαση να είναι ομαλή και να συνεισφέρει τελικά στην επίλυση του προβλήματος.